νυμφόληπτος

νυμφόληπτος
-η, -ο (Α νυμφόληπτος, -η, -ον)
1. αυτός που το σώμα του και κυρίως η ψυχή και το πνεύμα του κυριεύθηκε από τις Νύμφες
2. μτφ. εμπνευσμένος, ενθουσιώδης, μανιώδης, γεμάτος ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το μυαλό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό-ληπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νυμφόληπτος — caught by nymphs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφόληπτον — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem acc sg νυμφόληπτος caught by nymphs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφολήπτοις — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφολήπτου — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφολήπτους — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφόληπτοι — νυμφόληπτος caught by nymphs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφοληψία — νυμφοληψία, ἡ (Α) [νυμφόληπτος] το να κυριεύεται το σώμα η ψυχή και το πνεύμα κάποιου από τις Νύμφες …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”